ιεροδιδάσκαλος

ιεροδιδάσκαλος
ο
1. ιερέας και δάσκαλος συγχρόνως.
2. θεολόγος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἱεροδιδάσκαλος — teacher of holy things masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιεροδιδάσκαλος — ο (Α ἱεροδιδάσκαλος) αυτός που ασχολείται με τη θρησκευτική διδασκαλία νεοελλ. ιερέας και δάσκαλος συγχρόνως αρχ. (στη Ρώμη) ο αρχιερέας …   Dictionary of Greek

  • ἱεροδιδασκάλους — ἱεροδιδάσκαλος teacher of holy things masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροδιδασκάλων — ἱεροδιδάσκαλος teacher of holy things masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Pontifex maximus — Der Titel Pontifex Maximus[1] (lat. für „oberster Brückenbauer”, evtl. auch „oberster Pfadbahner”; zur Etymologie siehe Pontifex), bezeichnete ursprünglich den obersten Wächter des altrömischen Götterkults (Oberster Priester) und ging später auf… …   Deutsch Wikipedia

  • Summus pontifex — Der Titel Pontifex Maximus[1] (lat. für „oberster Brückenbauer”, evtl. auch „oberster Pfadbahner”; zur Etymologie siehe Pontifex), bezeichnete ursprünglich den obersten Wächter des altrömischen Götterkults (Oberster Priester) und ging später auf… …   Deutsch Wikipedia

  • δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …   Dictionary of Greek

  • θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …   Dictionary of Greek

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

  • ιεροδιδασκαλείο — το σχολή στην οποία εκπαιδεύονται σπουδαστές που προορίζονται να αναλάβουν ιερατικά και διδασκαλικά καθήκοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιεροδιδάσκαλος. Η λ. στον λόγιο τ. ιεροδιδασκαλείον μαρτυρείται στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”